αγροικοστομώ

αγροικοστομώ
ἀγροικοστομῶ (-έω) (Α)
μιλώ σαν αγρότης, χωριάτικα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀγροικόστομος < ἄγροικος + στόμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αγροίκος — ο και άγροικος, η, ο (AM ἀγροῑκος, ον) 1. απολίτιστος, ακαλλιέργητος, άξεστος, τραχύς στη συμπεριφορά 2. ανόητος νεοελλ. άπειρος, αμαθής μσν. ειλικρινής, απονήρευτος, απλοϊκός αρχ. 1. αυτός που κατοικεί στην ύπαιθρο, στους αγρούς 2. (για πρόσωπα) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”